καρτερήσεις

καρτερήσεις
καρτέρησις
bearing patiently
fem nom/voc pl (attic epic)
καρτέρησις
bearing patiently
fem nom/acc pl (attic)
καρτερέω
to be steadfast
aor subj act 2nd sg (epic)
καρτερέω
to be steadfast
fut ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καρτέρηση — η (Α καρτέρησις) [καρτερώ] η καρτερία, η αντοχή («τὰς τοῡ χειμῶνος καρτερήσεις», Πλάτ.) αρχ. η εμμονή, η επιμονή και υπομονή («ἡ ἄφρων τόλμα καὶ καρτέρησις», Πλάτ.) …   Dictionary of Greek

  • κρυπτεία — Αστυνομικό σώμα της αρχαίας Σπάρτης. Κύρια αποστολή του ήταν ο έλεγχος των ειλώτων και είχε θεσπιστεί με νόμο από τον Λυκούργο. Η υπηρεσία αυτή επανδρωνόταν σε ετήσια βάση από νεαρούς Σπαρτιάτες, οι οποίοι διορίζονταν από τους έφορους. Οι νέοι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”